- σκεδαννύωνται
- σκεδάννυμιscatterpres subj mp 3rd plσκεδάννυμιscatterpres subj mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιχειλώνω — περιχειλῶ, όω, ΝΜΑ περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούρα β. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek